- καταστατικό
- Οι θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν τη δραστηριότητα δημόσιων και ιδιωτικών οργανώσεων, ιδρυμάτων ή ενώσεων (κ. σωματείου, ανώνυμης εταιρείας κλπ.), οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί από τα μέλη και έχουν καταγραφεί.
Το κ. είναι αναγκαίο, ώστε μια ένωση προσώπων να αποκτήσει νομική υπόσταση. Πρέπει μάλιστα να περιέχει ορισμένα στοιχεία τα οποία επιβάλλει o νόμος (άρ. 80 του Α.Κ.), όπως συμπληρώνεται με τους νόμους που ισχύουν για κάθε ιδιαίτερο είδος ένωσης (ιδεολογικά, αθλητικά, εργατικά κλπ. σωματεία) και να εγκριθεί από το πρωτοδικείο της έδρας του νομικού προσώπου.
Ιστορικά, ο όρος κ. ανάγεται στη νομική ορολογία του Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια του οποίου δήλωνε αρχικά τους θεμελιώδεις, γενικής και μόνιμης εφαρμογής κανόνες, αργότερα τα τοπικά θέσμια και τέλος τις ιδιαίτερες νομικές ρυθμίσεις των συντεχνιών. Κατά τους νεότερους χρόνους, ο όρος χρησιμοποιήθηκε και στο συνταγματικό δίκαιο.
Κ. (Statuto) ονομάστηκε το σύνταγμα που απέκτησε η Σαρδηνία το 1848. Ο όρος καταστατικός χάρτης αναφέρεται συχνά στα κείμενα που περιλαμβάνουν το σύνολο των κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν τους σκοπούς και ρυθμίζουν τη λειτουργία ενός οργανισμού. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, για να δηλώσει τη συνταγματική οργάνωση του κράτους καθώς και της Εκκλησίας. Έως την εισαγωγή του Α.Κ. (1946) ίσχυε στην Κρήτη από το 1900-4 ιδιαίτερο κ. της τοπικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
* * *τοβλ. καταστατικός.
Dictionary of Greek. 2013.